συγκατανοώ

συγκατανοώ
-έω, Α
κατανοώ κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸν τῇ ἀρχῇ συγκατανοούμενον λόγον εὐαγγελίσασθαι», Γρηγ. Νύσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”